- υστεροχρονία
- ἡ, Μ [ὑστερόχρονος]χρόνος μεταγενέστερος άλλου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑστεροχρονίας — ὑστεροχρονίᾱς , ὑστεροχρονία a later time fem acc pl ὑστεροχρονίᾱς , ὑστεροχρονία a later time fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑστεροχρονίαν — ὑστεροχρονίᾱν , ὑστεροχρονία a later time fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)